- μονοπώλια
- μονοπώλια, ἡ (Α) [μονοπωλώ]το μονοπώλιο, η μονοπώληση, η αποκλειστική πώληση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μονοπώλια — μονοπώλιον right of monopoly neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονοπωλίας — μονοπωλίᾱς , μονοπωλία exclusive sale fem acc pl μονοπωλίᾱς , μονοπωλία exclusive sale fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονοπωλίαν — μονοπωλίᾱν , μονοπωλία exclusive sale fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλελευθερισμός — Οικονομική θεωρία που κηρύσσει την αποχή του κράτους από κάθε επιτακτική επέμβαση στην οικονομική ζωή και στον σχηματισμό των τιμών. Ο φ. συνδυάζεται συνήθως με τη φιλελεύθερη πολιτική αντίληψη και στην πραγματικότητα και η μία και η άλλη… … Dictionary of Greek
ιμπεριαλισμός — Η τάση για επέκταση της πολιτικής και οικονομικής επιρροής ενός κράτους σε άλλες χώρες, κυρίως με τη χρησιμοποίηση της στρατιωτικής του ισχύος. Ήδη από την αρχαιότητα παρατηρείται συχνά το φαινόμενο ένας λαός να διεκδικεί να υποτάξει άλλους. Όμως … Dictionary of Greek
κρατικομονοπωλιακός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στο κράτος και στα μονοπώλια ή σχετίζεται με το κράτος και τα μονοπώλια 2. φρ. (οικον.) «κρατικομονοπωλιακός καπιταλισμός» στάδιο καπιταλιστικής εξέλιξης που χαρακτηρίζεται από την ανάδειξη τού κράτους σε σημαντική… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
монополия — (иноск.) исключительное право (намек на монополию исключительное право продажи чего либо) Ср. Предоставим говорить и делать глупости глупцам: это составляет их неотъемлемую монополию. Ср. Monopolium, исключительное право торговли чем либо. Ср.… … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона
Монополия — Монополія (иноск.) исключительное право (намекъ на монополію исключительное право продажи чего либо). Ср. Предоставимъ говорить и дѣлать глупости глупцамъ: это составляетъ ихъ неотъемлемую монополію. *** Ср. Monopolium, исключительное право… … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
εθνικοποίηση — Το σύνολο των μέτρων με τα οποία παραγωγικές επιχειρήσεις ή και ολόκληροι τομείς της οικονομίας περιέρχονται υπό την κυριότητα και τον έλεγχο του κράτους. Ο όρος είναι δημιούργημα της σύγχρονης εποχής και χρησιμοποιείται με πολλές παραπλήσιες… … Dictionary of Greek